ντόπινγκ

ντόπινγκ
το
άκλ. ντοπάρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. doping < αγγλ. dope «δίνω σε κάποιον διεγερτικές ουσίες»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • List of doping cases in sport — Part of a series on Doping in sport …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”